Ανακατεύθυνση στο portal kavos news

Ο διόλου άσημος Άσιμος

Για πόσους καλλιτέχνες (ή πρόσωπα γενικότερα) σφηνώνεις κι ένα δεύτερο άρθρο ανάμεσα στο όνομα και το επώνυμο; Γιατί άραγε; Είναι γιατί θες ν’ απομονώσεις την άνεση από τον καθωσπρεπισμό, την οικειότητα απ’ το εθιμικό πρωτόκολλο, ν’ αποτραβήξεις τη φιλία για έναν άνθρωπο άγνωστο και ταυτόχρονα τόσο γνωστό σου από τη συμβατική αναφορά του ονόματός του... 
Στις 20 Αυγούστου του 1949 στην Θεσσαλονίκη γεννιέται ο πρωτότοκος  γιος της Μαρίκας και του Λάζαρου ΑσημόπουλουΔεν ήταν ο Νικόλαος Ασημόπουλος ούτε ο Νίκος ούτε καν ο Νικόλας Άσιμος… είναι ο Νικόλας Ο Άσιμος !


Ο Νικόλας δεν ήταν απ’ αυτούς που λες κουμπούρες, που η αδυναμία τους βρίσκει αποκούμπι την περιθωριοποίηση. Σημαιοφόρος στο δημοτικό, πολύ καλός μαθητής και στο γυμνάσιο και διακριθείς στον αθλητισμό. Τρίτος στο άλμα εις ύψος στους διασχολικούς αγώνες της Μακεδονίας, αρνούμενος κατά την απονομή να βάλει στο κασκορσέ του τα αρχικά «Λ.Α.Κ.» (Λύκειο Αρρένων Κοζάνης). Εύφλεκτος σαν ποτισμένο στην κηροζίνη φιτίλι, δεν γούσταρε ταμπέλες από μικρός, υλικές ή άυλες, του έκαιγαν το πετσί και το μυαλό σαν το σταυρό στο στέρνο του βρικόλακα.«Μόνο το Νίκο που είχα, ήταν σαν να μεγάλωσα δέκα παιδιά», έλεγε η μητέρα του. Παρότι του πρακτικού κλάδου, λιώνει στα φροντιστήρια στην τελευταία τάξη κάνοντας πλύση εγκεφάλου με Λατινικά, Αρχαία και Ιστορία, για να σπουδάσει δημοσιογραφία...
Η τύχη δεν του χαμογέλασε όσο άξιζε το ακατόρθωτο κι αντ’ αυτού περνάει στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης το 1967. Τι τραγική ειρωνεία! Η ενηλικίωσή του, το σημείο μηδέν για το μυαλό ενός νέου, που σαν τάμπουλα ράσα είναι έτοιμο ν’ ανδρωθεί μέσα απ’ τη βουτιά στα απύθμενα της ζωής, να συμπίπτει με την άνδρωση της δικτατορίας στην Ελλάδα. Το ανήσυχο πνεύμα του βρήκε απάνεμο λιμάνι στο θέατρο, φτιάχνοντας ένα φοιτητικό θεατρικό εργαστήρι, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε ερασιτεχνικά σε διάφορα περιοδικά, κουβαλώντας πάντα το απωθημένο του στην τσέπη του χυτού πουκαμίσου του. Τότε γίνανε και τα δεύτερα βαφτίσια της ζωής του. Στην εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος» (τρόπος του λέγειν), ο Νίκος Μαστοράκης επιμελείτο της στήλης για νέους κι ο Νικόλας του έστειλε, με το ψευδώνυμο «Άσιμος», εξελληνισμένους τους στίχους της γνωστής γαλλικής “Monsieur Cannibal”για να εισπράξει μια δημοσιευμένη ειρωνεία. Ήταν η σπίθα που έλειπε κι αναζωπύρωσε μια Νικόλας vs. Νίκος αντιπαράθεση. Σε μια τετρασέλιδη απάντησή του που ξεχείλιζε κριτική κόλλησε τον δακτυλογραφικό αντίπαλό του στα σχοινιά και στον τοίχο της αιωνιότητας το ψευδώνυμό του.
“Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το «Άσιμος» με γιώτα. Τώρα θα μου πεις γιατί με γιώτα. Γιατί όταν λέμε «άσημος» τραγουδιστής, η λέξη παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού και γράφεται με ήτα. Ενώ το «Άσιμος» είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου”

Το 1973 κατέβηκε στην Αθήνα, με το δισάκι του στον ώμο κι ίσως ήταν η τελευταία φορά που χρησιμοποίησε μεταφορικό μέσο. Κατά τη λαϊκή ρήση «όπου γης και πατρίς», πατρίδα του έγιναν τα Εξάρχεια, με ακτίνα άντε μέχρι την Πλάκα, στις μπουάτ της εποχής που έπαιζεγια τα προς το ζην. Πάντοτε με τα πόδια, ό,τι κι αν ήταν ο Νικόλας ο Άσιμος, ήταν από μόνος του, όπου κι αν πήγαινε, στη γεωγραφία της πόλης ή της ψυχής, τον έφτανε το βήμα του. Αυτοδίδακτος βιωματικά της απολυταρχίας της χούντας κι αυτοδίδακτος της κιθάρας. Ουκ ολίγο ξύλο έφαγε για τα τραγούδια του από τους νενέκους της ελεύθερης έκφρασης, μα ανυπότακτα συνέχιζε να γρατζουνά το «τίμιο ξύλο» του. Με μια μόνο ατάκα κάθε που μύριζε ξανά την άσφαλτο: «Θα ξανάρθω!».
“Συχνά με ρωτούσανε αν είμαι καλλιτέχνης,εγώ απάνταγα πως ναι, αλλά δεν κάνω τέχνη.Προσπαθώ να δημιουργήσω τις συνθήκες για να κάνουμε και τέχνη.”
Δεν είχε ανάγκη από πολλά, τρεφόταν με τα λίγα, το χαρτί, τις νότες και το δρόμο. Φτωχικά και περήφανα ηχογραφούσε τις «παράνομες» κασέτες του – 8 στον αριθμό – που διακινούσε μόνος του, για ένα κατοστάρικο, παλεύοντας μονάχος με το κοινό και το χρόνο, σαν σκιάχτρο που έδιωχνε τα κάπηλα κοράκια των δισκογραφικών. Κι αν κάποτε τον πλεύρισαν κι έβγαλε 2 δίσκους, σιχάθηκε απ’ το σύστημα και δεν τον ξαναείδαν, οι δραχμοφάγοι κι οι επιτροπές ακροάσεων που λογοκρίνανε τυφλά ακόμα και τη μελλοντική του σκέψη. Ο λόγος του κι η κοσμοθεωρία του δεν χρειάζονταν μεσάζοντες ανάμεσα στον ίδιο και το πλήθος. Συνομιλούσε κατευθείαν, προβλημάτιζε και προβληματιζόταν, πέτρα απ’ την πέτρα της πλατειάς! Πολλοί τον προσπερνούσαν και τον ανάγκαζαν να ισορροπεί σ’ ένα λεπτό σχοινί μεταξύ γελοιότητας και ιδιοφυίας, μεταξύ γραφικού σόουμαν και σαμάνου. Μέσα από δρώμενα του δρόμου, παραστάσεις και συναυλίες πάσχιζε για την επιβίωση της αφυπνιστικής φωνής του. Μιας φωνής που πνιγόταν απ’ τη σιωπή που επέβαλλαν τα καρακόλια της χούντας κι αργότερα, απ’ τη νομενκλατούρα της «επίσημης» Αριστεράς, της θεωρητικολογίας της ανταρσίας και της τσίκνας των κομματικών φεστιβάλ του τηλεβόα.
“Πάντως παρ’ όλο που δεν αισθάνομαι, ιδιοκτήτης των τραγουδιών μου, όσον αφορά τις εταιρίες και τους λοιπούς ραδιοφωνοτηλεοπτικούς, τους απαγορεύω την εκμετάλλευση των τραγουδιών μου,αν τύχει κι επιτρέπονται και γίνουνε ποτέ της μόδας.Κι όταν το λέω το εννοώ ακόμα και πεθαμένος.
Εκτός αν εγώ αλλάξω γνώμη”

Ο Νικόλας ο Άσιμος ανήκε μόνο στον εαυτό του. Το ζιβάγκο του αριστερού δεν ταίριαζε στην ψιλόλιγνη σκιά του κι η αναρχία ήταν μια έννοια που’ χε αφήσει πίσω του από καιρό. «Κάθε δέσμευση είναι ολιγωρία. Αν θες δεσμά, φάε ιδεολογία» έλεγε.Παρόλα αυτά, υπέφερε σωματικά και πνευματικά και στη μεταπολίτευση από τους κυνηγούς κομμουνιστοκεφαλών. Ό,τι ακριβώς ήταν η φιλοσοφία του, ήταν κι η μουσική του. Ανένταχτη, ακαλούπωτη και μοναδική όσο μοναχική! Μια καταγγελία της ματαιοδοξίας και των μολυσμένων ιδανικών δοσμένη με το γάντι, μ’ ένα γάντι που τσούζει όσο τίποτα στο μάγουλο του συστήματος. Ροκ / κάντρυ / μπλουζ / ρέγγε / ζεϊμπέκικα / δημοτικοφανή τα τραγούδια του, αταυτοποίητα κι αυθεντικά σαν την ψυχή του.
“Πολεμάτε κοιμισμέναΚι είστε σα μαρμαρωμένα.Πώς να φτάσετε σε μέναΠου κατέχω τα κρυμμένα.Γρηγορείτε να με βρείτεΑλλά κι εθελοτυφλείτε.Είμαι αόρατος για σένα Ορατός μόνο για μένα.”
Κάτω απ’ το μελάνι της πένας του και τις χορδές του έψαχνε συνοδοιπόρους...
Τα 10-15 διαμάντια της μουσικής του είναι η κληρονομιά που άφησε πίσω του. Μαζί με το βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκανθρώπους». «Τούτο το βιβλίο το αφιερώνω στον Σαλόκιν Σόμισα, στον άνθρωπο που μου 'δωσε τη γνώση στο να κάτσω να το γράψω και να το τυπώσω». Ποιος είναι αυτός; Γράψτε το στο χαρτάκι, βάλτε το στον καθρέφτη και θα δείτε. ΚΡΟΚ, η αγαπημένη, ολόδική του λέξη και ταυτόχρονα, λάβαρό του. Κάτι ανάμεσα στο ροκ και τον ήχο ενός γέρικου κλαδιού που σπάει, η δύναμη της τέχνης που μπορεί να ταρακουνήσει τα μυαλά των ανθρώπων. Το πλήρωσε ακριβά αυτό του το όραμα και όσων το τύμπανο σκάλιζε με τα λόγια του, προσπάθησαν πάση θυσία να φιμώσουν το μήνυμά του. Mόνο 39 χρόνια άντεξε! Άφησε πίσω την αγαπημένη του κόρη Λίλιαν, τη «Νιουνιού» του, κι έναν ανεξερεύνητο θησαυρό κρυμμένο στις παράνομες μαγνητοταινίες που αναγκάζεται να παραμένει σε κατάσταση ζόμπι προκειμένου να μη γίνει βορά των κορακιών, όπως θα ήθελε ο ίδιος.
«Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ' ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θα 'μαι πια εγώ. Θα 'ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά το θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν».
Γιατί ο Νικόλας ο Άσιμος θα προτιμούσε να μην φτάσεις σ’ αυτόν επειδή κάπου τυχαία τον άκουσες ή τον διάβασες.
 Γιατί απλά δεν θα ‘σουν έτοιμος και δεν θα καταλάβαινες ποτέ. Αυτός που φουμάρει την ίδια ανησυχία, ξέρει να βρει τα ίχνη του. Τους υπόλοιπους θα τους συμβούλευε να κρατήσουν τον οβολό τους και θα τους τράταρε ένα ουζάκι straight, όπως το έπινε στο μαγαζάκι του στην οδό Καλλιδρομίου. Λίγοι τον κατανόησαν κι όμως πολλοί μίλησαν γι’ αυτόν κι ας ήθελε το αντίθετο. Το τι είναι όμως πραγματικά το είπε προφητικά ο Νίτσε περίπου έναν αιώνα νωρίτερα: Η φωνή της αληθινής ομορφιάς ηχεί πολύ σιγά και διεισδύει μόνο στα πιο ευαίσθητα αυτιά...