«Νάχα ψωμί, μύδια και τυρί…»
Ετσι αρχίζουνε τα πρωτότυπα κάλαντα του Ελληνα Καραγκιόζη. Με στίχους τόσο τολμηρούς και σουρεαλιστικούς, που δε θα τολμούσανε να τους γράψουνε οι σύγχρονοι ποιητές. Κι όμως, έχουνε μιαν αλήθεια, που δεν ξέρεις αν αυτή βρίσκεται στη λαϊκή ποίηση ή γενικά στο λαϊκοφιλοσοφικό πνεύμα που διαπερνά όλο το έργο του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών. Ο Καραγκιόζης τα λέει ωμά και ξεκάθαρα. Τώρα, αν απ’ εκεί μέσα βγαίνουνε τα βάσανα, οι περιπέτειες και τ’ «απωθημένα» μας, αυτό…
είναι άλλη ιστορία. Τα κάλαντα του Καραγκιόζη είναι η ωμή πραγματικότητα για την κατάντια του λαού μας.
Χρονιάρες μέρες έχουμε. Το έθιμο, η παράδοση, η ανέχεια, η ανεργία, η μόνιμη πείνα, κύρια αυτή, αναγκάζουνε τον Καραγκιόζη και τον Χατζηαβάτη να βγούνε στους δρόμους, στα σπίτια και στα μαγαζιά – «μαντράχαλοι» πια – να πούνε τα κάλαντα, για να μπορέσουνε να μαζέψουνε μερικά χρήματα, ν’ αγοράσουνε κι αυτοί τα τρόφιμά τους και να φάνε σαν άνθρωποι με την οικογένειά τους, όπως όλοι οι άλλοι. Αυτή είναι η ταπεινή τους επιθυμία. Να φάνε, όπως το καλούν οι χρονιάρες μέρες.
«Τα κάλαντα του Καραγκιόζη»ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη, βρε Καραγκιόζη!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Από μέσα). Ποιος;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Εγώ, ο φίλος σου ο Χατζηαβάτης ο Τζελεπής.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Φύγε από δω, ρε Χατζατζάρη Τσιμπλιμπλή.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ελα βρε Καραγκιόζη μου, ήρθα να σε δω.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ηρθες να με δεις, για θα με μπερδέψεις πάλι και θα με μουρλάνουνε στο ξύλο…
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ελα βρε ματάκια μου!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν είμαι μέσα ρε. Δεν είμαι δω.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ (γελά): Χα, χα, χα! Βρε, αφού δεν είσαι μέσα στην παράγκα, πώς ακούγεται η φωνή σου;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ρε βλάκα, έφυγα το πρωί αφηρημένος κι έτσι ξέχασα τη φωνή μου μέσα στην παράγκα.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Βρε, έλα βρε. Σε θέλω να σου πω.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αϊ φύγε από δω. Δεν έρχομαι, άσε με ήσυχο.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Το ξέρω τι πεισματάρης είναι. Οταν θα πει δε βγαίνω από την παράγκα, ο κόσμος να χαλάσει αυτός δε βγαίνει. Τώρα βρε μούργο, θα σε κάνω να βγεις αμέσως. Καραγκιόζη, θα έρθεις;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Οχι. Δεν έχω όρεξη να σε δείρω και να σου ρίξω καρπαζιές. Αμα θάρθει η όρεξη, θα σε ειδοποιήσω.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ (μονολογών): Τώρα θα σε κάνω να βγεις τρεχάλα (Φωνάζει δυνατά). Κοίταξε τι τυχερός που είμαι! Απ’ το πρωί, τόσοι διαβάτες περάσανε έξω απ’ την παράγκα και δεν είδαν αυτό το ωραίο ρολόι χάμω. Ας το πάρω, λοιπόν, τώρα που δε με βλέπει κανένας και να φύγω.ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ (Μέσα από την παράγκα): Τι έγινε λέει; Ρολόι απόξω απ’ την παράγκα; Και δε με πήρε η μυρουδιά του;
Γίνεται φασαρία με γκαραντενεκέδες στην παράγκα, παίρνει φόρα ο Καραγκιόζης και πέφτει πάνω στον Χατζηαβάτη. Τον αρχίζει στις καρπαζιές, φωνάζοντας.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δώσε μου το, ρε.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Γιατί με χτυπάς Καραγκιόζη;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Το ρολόι ρε.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ποιο ρολόι;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Το ρολόι που βρήκες απόξω απ’ την παράγκα.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Γιατί με χτυπάς; Εγώ το βρήκα, δεν τόκλεψα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Είναι δικό μου το ρολόι.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Πώς είναι δικός σου;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να, ρε, εγώ το άφησα απόξω απ’ την παράγκα, για να περάσει κανένας βλάκας, σαν και σένα, να σκύψει να το πάρει και να πεταχτώ όξω. Ας το ρολόι, ρε, κάτω, κι εγώ τόβαλα για να σπάσω πλάκα. Δε μου λες ρε Χατζατζάρη, το ρολόι που βρήκες, δουλεύει;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ναι. Είναι καλό το ρολόι.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να, λοιπόν, τι έγινε. Εγώ το ρολόι το άφησα εδώ που σούπα. Αυτό δουλεύει. Κάνει τίκι – τάκα, τίκι – τάκα, τίκι – τάκα. Περπάτησε από δω που τ’ άφησα και ήρθε κει που το βρήκες.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Και τι ώρα έλεγε που τ’ άφησες το ρολόι σου;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Οχτώμισι παρά τέταρτο.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη μου, δε βρήκα ρολόι, αλλά για να σε κάνω να βγεις απ’ την παράγκα, φώναξα δυνατά ν’ ακούσεις ότι βρήκα ρολόι, για να βγεις έξω. Ψάξε με, να δεις ότι σου λέω την αλήθεια. (Τον ψάχνει ο Καραγκιόζης, κι αφού βεβαιώνεται ότι δε βρήκε ρολόι ο Χατζηαβάτης, του ρίχνει καρπαζιά και του λέει):
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να, βρε κατεργάρη, που μ’ έβγαλες όξω.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ξέρεις γιατί σε θέλω Καραγκιόζη μου; Χρονιάρες μέρες είναι, δουλιά δεν έχουμε εγώ κι εσύ. Ομως, έχουμε φαμελιές μεγάλες. Ολα τα σπίτια, μέρες που είναι, κάνουν τα γλυκά τους, παίρνουν γαλοπούλες, αρνιά, σαλατικά, φρούτα, κι εμείς δεν έχουμε ψωμί. Πρέπει κάτι να κάνουμε, να βγάλουμε μερικά χρήματα, να γιορτάσουμε κι εμείς τούτες τις μέρες, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, όπως όλος ο κόσμος.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και τι δουλιά θα κάνουμε;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη μου, αύριο ξημερώνει παραμονή. Λένε τα κάλαντα. Να πάμε να πούμε τα κάλαντα στα μαγαζιά, στα σπίτια, να βγάλουμε χρήματα, για να κάνουμε κι εμείς γιορτές.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ρε, ολόκληροι μαντράχαλοι, τα κάλαντα θα λέμε;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Δεν είναι ντροπή Καραγκιόζη μου, δε θα μας παρεξηγήσουν. Το καλούν οι μέρες και θα μας δίνουν χρήματα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και πώς θα τα πούμε δίχως καμπανέλια;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ε, Καραγκιόζη μου, να σάξουμε.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πάμε δω πιο κάτω, είναι μια οικοδομή. Να πάρουμε μπετόβεργες και να σάξουμε δυο καμπανέλια.
Πάνε, φτιάχνουν τα τρίγωνα, τα καμπανέλια τους και ξαναβγαίνουν στο πανί.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Εγώ φεύγω τώρα και θάρθω πολύ πρωί να σε πάρω ν’ αρχίσουμε από νωρίς τα κάλαντα ως το βράδυ. Θα βγάλουμε αρκετά χρήματα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Στάρου ρε Χατζατζάρη, γιατί δεν αρχίζουμε από τώρα, και να συνεχίσουμε κι αύριο.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Βρε Καραγκιόζη μου, δεν τα λένε από σήμερα. Αύριο.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ρε, βλάκα, αφού είναι καινούργιο το μαγαζί μας, θ’ αρχίσουμε από σήμερα. Το ίδιο είναι. Ετσι αρχίζουνε τα πρωτότυπα κάλαντα του Ελληνα Καραγκιόζη. Με στίχους τόσο τολμηρούς και σουρεαλιστικούς, που δε θα τολμούσανε να τους γράψουνε οι σύγχρονοι ποιητές. Κι όμως, έχουνε μιαν αλήθεια, που δεν ξέρεις αν αυτή βρίσκεται στη λαϊκή ποίηση ή γενικά στο λαϊκοφιλοσοφικό πνεύμα που διαπερνά όλο το έργο του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών. Ο Καραγκιόζης τα λέει ωμά και ξεκάθαρα. Τώρα, αν απ’ εκεί μέσα βγαίνουνε τα βάσανα, οι περιπέτειες και τ’ «απωθημένα» μας, αυτό…
είναι άλλη ιστορία. Τα κάλαντα του Καραγκιόζη είναι η ωμή πραγματικότητα για την κατάντια του λαού μας.
Χρονιάρες μέρες έχουμε. Το έθιμο, η παράδοση, η ανέχεια, η ανεργία, η μόνιμη πείνα, κύρια αυτή, αναγκάζουνε τον Καραγκιόζη και τον Χατζηαβάτη να βγούνε στους δρόμους, στα σπίτια και στα μαγαζιά – «μαντράχαλοι» πια – να πούνε τα κάλαντα, για να μπορέσουνε να μαζέψουνε μερικά χρήματα, ν’ αγοράσουνε κι αυτοί τα τρόφιμά τους και να φάνε σαν άνθρωποι με την οικογένειά τους, όπως όλοι οι άλλοι. Αυτή είναι η ταπεινή τους επιθυμία. Να φάνε, όπως το καλούν οι χρονιάρες μέρες.
«Τα κάλαντα του Καραγκιόζη»ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη, βρε Καραγκιόζη!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Από μέσα). Ποιος;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Εγώ, ο φίλος σου ο Χατζηαβάτης ο Τζελεπής.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Φύγε από δω, ρε Χατζατζάρη Τσιμπλιμπλή.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ελα βρε Καραγκιόζη μου, ήρθα να σε δω.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ηρθες να με δεις, για θα με μπερδέψεις πάλι και θα με μουρλάνουνε στο ξύλο…
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ελα βρε ματάκια μου!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν είμαι μέσα ρε. Δεν είμαι δω.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ (γελά): Χα, χα, χα! Βρε, αφού δεν είσαι μέσα στην παράγκα, πώς ακούγεται η φωνή σου;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ρε βλάκα, έφυγα το πρωί αφηρημένος κι έτσι ξέχασα τη φωνή μου μέσα στην παράγκα.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Βρε, έλα βρε. Σε θέλω να σου πω.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αϊ φύγε από δω. Δεν έρχομαι, άσε με ήσυχο.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Το ξέρω τι πεισματάρης είναι. Οταν θα πει δε βγαίνω από την παράγκα, ο κόσμος να χαλάσει αυτός δε βγαίνει. Τώρα βρε μούργο, θα σε κάνω να βγεις αμέσως. Καραγκιόζη, θα έρθεις;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Οχι. Δεν έχω όρεξη να σε δείρω και να σου ρίξω καρπαζιές. Αμα θάρθει η όρεξη, θα σε ειδοποιήσω.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ (μονολογών): Τώρα θα σε κάνω να βγεις τρεχάλα (Φωνάζει δυνατά). Κοίταξε τι τυχερός που είμαι! Απ’ το πρωί, τόσοι διαβάτες περάσανε έξω απ’ την παράγκα και δεν είδαν αυτό το ωραίο ρολόι χάμω. Ας το πάρω, λοιπόν, τώρα που δε με βλέπει κανένας και να φύγω.ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ (Μέσα από την παράγκα): Τι έγινε λέει; Ρολόι απόξω απ’ την παράγκα; Και δε με πήρε η μυρουδιά του;
Γίνεται φασαρία με γκαραντενεκέδες στην παράγκα, παίρνει φόρα ο Καραγκιόζης και πέφτει πάνω στον Χατζηαβάτη. Τον αρχίζει στις καρπαζιές, φωνάζοντας.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δώσε μου το, ρε.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Γιατί με χτυπάς Καραγκιόζη;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Το ρολόι ρε.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ποιο ρολόι;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Το ρολόι που βρήκες απόξω απ’ την παράγκα.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Γιατί με χτυπάς; Εγώ το βρήκα, δεν τόκλεψα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Είναι δικό μου το ρολόι.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Πώς είναι δικός σου;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να, ρε, εγώ το άφησα απόξω απ’ την παράγκα, για να περάσει κανένας βλάκας, σαν και σένα, να σκύψει να το πάρει και να πεταχτώ όξω. Ας το ρολόι, ρε, κάτω, κι εγώ τόβαλα για να σπάσω πλάκα. Δε μου λες ρε Χατζατζάρη, το ρολόι που βρήκες, δουλεύει;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ναι. Είναι καλό το ρολόι.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να, λοιπόν, τι έγινε. Εγώ το ρολόι το άφησα εδώ που σούπα. Αυτό δουλεύει. Κάνει τίκι – τάκα, τίκι – τάκα, τίκι – τάκα. Περπάτησε από δω που τ’ άφησα και ήρθε κει που το βρήκες.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Και τι ώρα έλεγε που τ’ άφησες το ρολόι σου;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Οχτώμισι παρά τέταρτο.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη μου, δε βρήκα ρολόι, αλλά για να σε κάνω να βγεις απ’ την παράγκα, φώναξα δυνατά ν’ ακούσεις ότι βρήκα ρολόι, για να βγεις έξω. Ψάξε με, να δεις ότι σου λέω την αλήθεια. (Τον ψάχνει ο Καραγκιόζης, κι αφού βεβαιώνεται ότι δε βρήκε ρολόι ο Χατζηαβάτης, του ρίχνει καρπαζιά και του λέει):
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να, βρε κατεργάρη, που μ’ έβγαλες όξω.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ξέρεις γιατί σε θέλω Καραγκιόζη μου; Χρονιάρες μέρες είναι, δουλιά δεν έχουμε εγώ κι εσύ. Ομως, έχουμε φαμελιές μεγάλες. Ολα τα σπίτια, μέρες που είναι, κάνουν τα γλυκά τους, παίρνουν γαλοπούλες, αρνιά, σαλατικά, φρούτα, κι εμείς δεν έχουμε ψωμί. Πρέπει κάτι να κάνουμε, να βγάλουμε μερικά χρήματα, να γιορτάσουμε κι εμείς τούτες τις μέρες, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, όπως όλος ο κόσμος.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και τι δουλιά θα κάνουμε;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη μου, αύριο ξημερώνει παραμονή. Λένε τα κάλαντα. Να πάμε να πούμε τα κάλαντα στα μαγαζιά, στα σπίτια, να βγάλουμε χρήματα, για να κάνουμε κι εμείς γιορτές.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ρε, ολόκληροι μαντράχαλοι, τα κάλαντα θα λέμε;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Δεν είναι ντροπή Καραγκιόζη μου, δε θα μας παρεξηγήσουν. Το καλούν οι μέρες και θα μας δίνουν χρήματα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και πώς θα τα πούμε δίχως καμπανέλια;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ε, Καραγκιόζη μου, να σάξουμε.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πάμε δω πιο κάτω, είναι μια οικοδομή. Να πάρουμε μπετόβεργες και να σάξουμε δυο καμπανέλια.
Πάνε, φτιάχνουν τα τρίγωνα, τα καμπανέλια τους και ξαναβγαίνουν στο πανί.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Εγώ φεύγω τώρα και θάρθω πολύ πρωί να σε πάρω ν’ αρχίσουμε από νωρίς τα κάλαντα ως το βράδυ. Θα βγάλουμε αρκετά χρήματα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Στάρου ρε Χατζατζάρη, γιατί δεν αρχίζουμε από τώρα, και να συνεχίσουμε κι αύριο.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Βρε Καραγκιόζη μου, δεν τα λένε από σήμερα. Αύριο.
Καταφέρνει ο Καραγκιόζης τον Χατζηαβάτη ν’ αρχίσουνε τα κάλαντα. Βρίσκονται έξω από το σαράι.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Καραγκιόζη, βρισκόμαστε έξω από το σαράι. Δεν αρχίζουμε τα κάλαντα από δω, μήπως ο Πασάς φιλοτιμηθεί και μας δώσει καμιά λιρίτσα;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Λιρίτσα θα μας δώσει, για καμιά κλωτσίτσα;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ελα Καραγκιόζη μου, ας αρχίσουμε τα κάλαντα. Να, θ’ αρχίσω εγώ πρώτα, κι εσύ θα με ακολουθήσεις. (Αρχίζει ο Χατζηαβάτης να τραγουδά τα γνωστά παραδοσιακά κάλαντα): «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά…». Καλά. Μόνος μου θα λέω τα κάλαντα Καραγκιόζη μου; Μαζί θα τα λέμε για να κάνουμε και πιο μεγάλο ντόρο.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αντε ρε σαχλαμάρα. Κάλαντα είναι αυτά που λες, ή το «Πατερημών». Εσύ τα είπες. Ε, θα τα πω κι εγώ μόνος μου:
«Νάχα ψωμί, μύδια και τυρί
κι ένα κουτί σερενετιά,
μια παπαδιά στον αργαλειό,
σεκλέτια μάνα μου.
Χρόνια πολλά ρέεεεε!
Σεκλέτια μάνα μου,
μια παπαδιά στον αργαλειό.
Νάχα ψωμί, μύδια και τυρί
κι ένα κουτί σερενετιά.
Χρόνια πολλά ρέεεε!
Καλές μακαρονάδες (οι μακαρονάδες είναι για τις Αποκριές).
Ζωή σε λόγου σας.
Καλά σαράντα.
Δώστε μας λεφτά, ρέεεεκαι πεινάμε»!
Μέσα από το σαράι ο Πασάς φωνάζει.
ΠΑΣΑΣ: Δερβέναγα, κατέβα κάτω και κοίταξε, ποιος φωνάζει απ’ έξω απ’ το σαράι και μας ενοχλεί. Και να του δώσεις ένα καλό ξύλο, να τσακιστεί να φύγει. (Ο Καραγκιόζης εξακολουθεί).
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δώστε μας λεφτά ρέεεε και πεινάμε.Βγαίνει ο Βεληγκέκας κι αρχίζει στο ξύλο τον Χατζηαβάτη και τον Καραγκιόζη. Πέφτουν χάμω οι δυο τους, κι ο Βεληγκέκας, από πάνω τους, λέει:
ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Πόγια ορέ, πο φωνές, αντάρες, πο να χολιάζεται το εφέντια. Πο τώρα ορέ να σας σβαρνάω, χαλάλι να σας γίνει.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Χατζατζάρη, μας χαλαλίζει και τις ξυλιές που μας έδωσε. (Φεύγει ο Βεληγκέκας).
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ (Πεσμένος χάμω): Πο, πο, πο η σπάλα μου!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και μένα η κουτάλα μου!
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Μας σκότωσε στο ξύλο.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μεγάλες εισπράξεις κάναμε. Ελα τώρα να τις μοιραστούμε. Αντε Χατζατζάρη, και του χρόνου νάμαστε καλά να μας ξαναδείρουνε. (Κι αρχίζει τον Χατζηαβάτη στις καρπαζιές).
Κι η κωμωδία με τα «Κάλαντα του Καραγκιόζη» τελειώνει χαρακτηριστικά:
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Χρόνια πολλά ρέεεε μέχρι τα σπίτια σας. Χρόνια πολλά ρέεεε, πεινάμε!