Το καλοκαίρι του 1944 το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και οι άλλες αντιστασιακές οργανώσεις έχουν επεκταθεί σ' όλη την Ελλάδα. Τότε σαλπίστηκε το πρόσταγμα / σύνθημα «Ούτε σπυρί στάρι στους κατακτητές» και οι αντάρτες του ΕΛΑΣ μαζί με το βασανισμένο λαό ρίχνονται στη μάχη κατά των Γερμανών κατακτητών που ήθελαν να ληστέψουν τον ιδρώτα και το αίμα των Ελλήνων αγροτών. Αρχισε η «Μάχη της Σοδειάς». Θέατρο της μάχης ο Θεσσαλικός κάμπος. Οι ναζί κατακτητές το καλοκαίρι του 1944, είχαν στον έλεγχό τους τις πόλεις Τρίκαλα, Καλαμπάκα, Καρδίτσα, Λάρισα, Αγιά, Βόλο. Ολόκληρη η ύπαιθρος βρίσκεται στον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Οι Γερμανοί όταν πήγαιναν στην ύπαιθρο, αντιμετωπίζονταν απ' τους γκράδες των αγροτών. Οταν οι φασίστες προσπαθούσαν να λεηλατήσουν το θερισμό, ο ένοπλος ΕΛΑΣ ήταν «παρών». Τα «κόκκινα στάχυα» θέριζαν όχι μόνο τους αγρούς στο θερισμό, αλλά θέριζαν και τον ξένο κατακτητή... Θέριζαν οι αγρότες τη λευτεριά... Έτσι, ο ΕΛΑΣ εξασφάλιζε το ψωμί του φτωχού λαού, στερώντας τη γερμανική πολεμική μηχανή από πολύτιμα γι' αυτή εφόδια. Η «Μάχη της Σοδειάς» μαζί με τις άλλες μάχες, έστειλαν παντού το μήνυμα της ελευθερίας. Εγιναν εκατοντάδες μάχες για το στάρι. Αντάρτες, αγρότες, τσοπάνηδες, όλοι μαζί. Στη μάχη οι ΕΠΟΝίτες και οι ΕΠΟΝίτισσες. Για να φάει η φτωχολογιά. Να φάνε τα ροζιασμένα χέρια. Να συντηρηθεί ο ΕΛΑΣ, να γιγαντώσει η Αντίσταση. Αυτοί οι μαχητές της Σοδειάς, έγραψαν ιστορία. Ο αείμνηστος Σπύρος Μελετζής, ο φωτογράφος της Εθνικής μας Αντίστασης, γράφει: «Ηταν Ιούνης του 1944. Οταν κατηφορίζω προς τον κάμπο. Ενιωθα τη ζέστη να μου φλογίζει το σώμα. Είχα ξεμάθει πάνω στ' Αγραφα. Μουζάκι, μόλις πρόφτασα το ομαδικό αλώνισμα. Η μάχη της σοδειάς ήταν ένα κατόρθωμα του λαού και των ανταρτών. Ο κάμπος της Θεσσαλίας κατάσπαρτος με στάχυα. Ενας κάμπος σπαρμένος από το πολύτιμο χρυσάφι. Γι' αυτό το χρυσάφι έπλαθαν όνειρα οι Γερμανοί. Αν το άρπαζαν και τόκαναν δικό τους, η Αντίσταση του ελληνικού λαού δε θα λύγιζε βέβαια, αλλά θα υπέφερε πολύ. Οι καταχτητές το ήθελαν όλο δικό τους. Ο ελληνικός λαός το ήθελε και κείνος δικό του. Το στρατηγείο του ΕΛΑΣ, που είχε τόσο σωστά εκτιμήσει την αξία του, έβγαλε τούτη τη διαταγή: Ούτε σπυρί, ούτε στάρι στους κατακτητές. Και η διαταγή αυτή πραγματοποιήθηκε. Χιλιάδες άντρες και γυναίκες μαζί και αντάρτες, πήραν μέρος σ' αυτή τη μάχη της σοδειάς. Νύχτα θερίστηκαν τα χωράφια. Μεταφέρθηκαν τα δεμάτια με εκατοντάδες βοδάμαξες προς τα ριζά των βουνών για το αλώνισμα. Ετσι, όλη η παραγωγή που ήταν κόπος του ελληνικού λαού, έγινε δική του. Κι ήταν τόση η σοδειά, που όταν έγινε η απελευθέρωση, λαός και στρατός είχαν για πολλούς μήνες ακόμα στάρι. Αυτοί οι αντάρτες που αγκαλιασμένοι με τους γεωργούς, τραγουδούσαν τον «γέρο Πεύκο»: «Εχασε μεγάλους κλώνους, είδε αρματολούς / γνώρισε πολέμους, μπόρες, μπόρες, κεραυνούς... / Μα κρατά σαν παλικάρι όσο κι αν γερνά / κι αγναντεύει πέρα, ως πέρα τα βουνά...», έγιναν με τη «Μάχη της Σοδειάς», οι θεριστές, τα δρεπάνια για την απελευθέρωση της πατρίδας μας...
πηγή:Ριζοσπάστης *Το μεταπολεμικό ελληνικό δράμα επισήμανε εύστοχα ο μεγάλος μας μουσικοσυνθέτης Μάνος Χατζιδάκης, τονίζοντας: "Εκατομμύρια ελληνικά παιδιά που πίστεψαν στην απελευθέρωση, αλλά βρέθηκαν αμέσως απέναντι στον ίδιο χωροφύλακα, στον ίδιο δικαστή, στα ίδια ανάλγητα αρμόδια πρόσωπα που αντιμετώπιζαν πριν από λίγο κιόλας χρόνο, όταν ακόμα υπήρχαν οι Γερμανοί... Κι όμως, συνέβη αυτό. Ξανάρθαν τα φαντάσματα κι άρχισαν να πλαστογραφούν γι' άλλη μια φορά την ελληνική Ιστορία. Και τα παιδιά που πολέμησαν και ονειρεύτηκαν γίνανε παιδιά της γαλαρίας".