Ο Μάνος Λοΐζος (εδώ) έγραψε τη δική του ιστορία...
Οι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, του Δημήτρη Χριστοδούλου, του Γιάννη Νεγρεπόντη, του Φώντα Λάδη, της Κωστούλας Μητροπούλου κ.ά. έδωσαν στον Λοΐζο την ευκαιρία να μελοποιήσει την ελληνική περιπέτεια στην καθοριστική εικοσαετία 1960-'80: πριν η μετεμφυλιακή κοινωνία προλάβει να ανασάνει από το βάρος του πολέμου, μια καινούργια, επτάχρονη, εσωτερική κατοχή, τη σκίασε και πάλι. Ωσπου, η νέα απελευθέρωση τροφοδότησε τη μεταπολιτευτική προσδοκία.
Η μέθεξη στην ελπίδα και την απογοήτευση, τον καινούργιο αγώνα και την αίσθηση της δικαίωσης πότισαν τα τραγούδια τού Λοΐζου, που αδιαφορούσε για τα μανιφέστα και ακουμπούσε με την καρδιά του στον ανώνυμο διπλανό. Στα λεωφορεία από τη συνοικία που «γέμισαν φανέλες κι αναμμένα μάτια». Στον φαντάρο που υποφέρει, καθώς «το εμβατήριο που του 'μαθαν να λέει/ είναι μονότονο και του 'ρχεται να κλαίει». Και στον αφανή αγωνιστή, που την ιστορία «την έγραψε στον τοίχο με μπογιά».
Άνθρωποι καταπιεσμένοι όχι μόνο σε μια δικτατορία, αλλά σε μια ταξική κοινωνία πέρα από σύνορα, ο γέρο νέγρο Τζιμ, ο νέγρο Μπιγκ, ο Πέτρος, ο Γιόχαν κι ο Φραντς, γεννήθηκαν στη φαντασία σημαντικών στιχουργών και πήραν σάρκα και οστά χάρη στις τόσο φυσικές, πηγαίες μελωδίες του Λοΐζου. Στο πάνθεον των ηρώων του, όμως, παρελαύνουν και φυγάδες και ταξιδευτές, όπως ο Λιόντας ο ληστής και ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Και ακόμα φιγούρες λαϊκής υπερηφάνειας, από τον Μακρυγιάννη ώς τον Κουταλιανό και τον Βαμβακάρη - κρυμμένος ως Μιχαλάκης εμφανίζεται και ο Θεοδωράκης.
Αλλά και η χαρά των μικρών πραγμάτων, ο πολιτισμός της καθημερινότητας υμνείται στο έργο αυτού του τραγουδοποιού, όπου μια κουτσή κιθάρα, «δυο τσιγάρα και δυο για μετά», είναι αρκετά για να 'ναι «ο κόσμος μαγικός/ παράδεισος η πλάση». Οσο για τον έρωτα, άλλοτε υψώνεται γενναιόδωρος, ευγενικός, και άλλοτε, στους στίχους ιδίως του Μανώλη Ρασούλη, ελευθερώνεται διονυσιακός.
Μεγαλωμένος με το ραδιόφωνο και το ωδείο της κοσμοπολίτικης Αλεξάνδρειας, αλλά και με τη λατέρνα και τον βιολιτζή της γειτονιάς, θαυμαστής ύστερα, στην Αθήνα, του Τσιτσάνη και του Χατζιδάκι, ο Λοΐζος δεν έπαψε έως το τέλος να πειραματίζεται μουσικά, παντρεύοντας το ηπειρώτικο με το ροκ, το λαϊκό με την μπαλάντα, πειράζοντας τις χορδές του πιάνου, αξιοποιώντας τις καινούριες, για την εποχή, κονσόλες.
Για την Κωστούλα Μητροπούλου, ο Λοΐζος υπήρξε «έφηβος σ' όλη του τη ζωή και γι' αυτό γνήσιος». Ενώ ο Γιάννης Ρίτσος είχε πει ότι «η μουσική του, οικεία, φιλική, μάς κερδίζει απ' το πρώτο της άκουσμα, σύμφωνα μ' ένα πλατύτατο κοινωνικό συναίσθημα που περιλαμβάνει και το δικό μας».
Ποτισμένος από τη βαθιά πεποίθηση ότι ο κόσμος μπορεί και πρέπει να γίνει καλύτερος και ο καθένας μπορεί και πρέπει να κάνει κάτι γι' αυτό, ο Λοΐζος υπήρξε ο πιο γενναιόδωρος μελωδός των μικρών στιγμών και των μεγάλων ελπίδων.
Ακόμα και όταν, μέσα στην έξαρση της αποχουντοποίησης, τον Δεκέμβρη του 1974, γράφει για το διαχρονικό παιχνίδι της εξουσίας και της υποταγής, ο Λοΐζος προτιμά να το αφηγηθεί σαν ένα παιδικό παραμύθι, τον «Μέρμηγκα» - πόσο ευρηματική αντίστιξη με τον σκληρό σαρκασμό της ιστορίας!
Ομως, κανένα τραγούδι του δεν υπήρξε πιο ανεπιφύλακτα ελπιδοφόρο από το «Καλημέρα ήλιε» του ομώνυμου δίσκου, που είχε κυκλοφορήσει λίγους μήνες πριν, με τον ήλιο να «γελά και ν' αμολιέται στα στενά», όπου θα τον ακολουθούσε σε λίγο ο κόσμος της μεταπολίτευσης. «Πάνω στις στέγες, μέσα στις καρδιές», οι φυσικοί και ψυχικοί τόποι γίνονται ένα στα τραγούδια του Λοΐζου, γιατί έτσι αντιλαμβανόταν τη ζωή, σαν έναν τόπο που αξίζει να ζεις με την καρδιά σου.
Γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1937 στην Αλεξάνδρεια και πέθανε σε νοσοκομείο στη Μόσχα, στις 17 Σεπτεμβρίου 1982.
(περισσότερα εδώ)
Οι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, του Δημήτρη Χριστοδούλου, του Γιάννη Νεγρεπόντη, του Φώντα Λάδη, της Κωστούλας Μητροπούλου κ.ά. έδωσαν στον Λοΐζο την ευκαιρία να μελοποιήσει την ελληνική περιπέτεια στην καθοριστική εικοσαετία 1960-'80: πριν η μετεμφυλιακή κοινωνία προλάβει να ανασάνει από το βάρος του πολέμου, μια καινούργια, επτάχρονη, εσωτερική κατοχή, τη σκίασε και πάλι. Ωσπου, η νέα απελευθέρωση τροφοδότησε τη μεταπολιτευτική προσδοκία.
Η μέθεξη στην ελπίδα και την απογοήτευση, τον καινούργιο αγώνα και την αίσθηση της δικαίωσης πότισαν τα τραγούδια τού Λοΐζου, που αδιαφορούσε για τα μανιφέστα και ακουμπούσε με την καρδιά του στον ανώνυμο διπλανό. Στα λεωφορεία από τη συνοικία που «γέμισαν φανέλες κι αναμμένα μάτια». Στον φαντάρο που υποφέρει, καθώς «το εμβατήριο που του 'μαθαν να λέει/ είναι μονότονο και του 'ρχεται να κλαίει». Και στον αφανή αγωνιστή, που την ιστορία «την έγραψε στον τοίχο με μπογιά».
Άνθρωποι καταπιεσμένοι όχι μόνο σε μια δικτατορία, αλλά σε μια ταξική κοινωνία πέρα από σύνορα, ο γέρο νέγρο Τζιμ, ο νέγρο Μπιγκ, ο Πέτρος, ο Γιόχαν κι ο Φραντς, γεννήθηκαν στη φαντασία σημαντικών στιχουργών και πήραν σάρκα και οστά χάρη στις τόσο φυσικές, πηγαίες μελωδίες του Λοΐζου. Στο πάνθεον των ηρώων του, όμως, παρελαύνουν και φυγάδες και ταξιδευτές, όπως ο Λιόντας ο ληστής και ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Και ακόμα φιγούρες λαϊκής υπερηφάνειας, από τον Μακρυγιάννη ώς τον Κουταλιανό και τον Βαμβακάρη - κρυμμένος ως Μιχαλάκης εμφανίζεται και ο Θεοδωράκης.
Αλλά και η χαρά των μικρών πραγμάτων, ο πολιτισμός της καθημερινότητας υμνείται στο έργο αυτού του τραγουδοποιού, όπου μια κουτσή κιθάρα, «δυο τσιγάρα και δυο για μετά», είναι αρκετά για να 'ναι «ο κόσμος μαγικός/ παράδεισος η πλάση». Οσο για τον έρωτα, άλλοτε υψώνεται γενναιόδωρος, ευγενικός, και άλλοτε, στους στίχους ιδίως του Μανώλη Ρασούλη, ελευθερώνεται διονυσιακός.
Μεγαλωμένος με το ραδιόφωνο και το ωδείο της κοσμοπολίτικης Αλεξάνδρειας, αλλά και με τη λατέρνα και τον βιολιτζή της γειτονιάς, θαυμαστής ύστερα, στην Αθήνα, του Τσιτσάνη και του Χατζιδάκι, ο Λοΐζος δεν έπαψε έως το τέλος να πειραματίζεται μουσικά, παντρεύοντας το ηπειρώτικο με το ροκ, το λαϊκό με την μπαλάντα, πειράζοντας τις χορδές του πιάνου, αξιοποιώντας τις καινούριες, για την εποχή, κονσόλες.
Για την Κωστούλα Μητροπούλου, ο Λοΐζος υπήρξε «έφηβος σ' όλη του τη ζωή και γι' αυτό γνήσιος». Ενώ ο Γιάννης Ρίτσος είχε πει ότι «η μουσική του, οικεία, φιλική, μάς κερδίζει απ' το πρώτο της άκουσμα, σύμφωνα μ' ένα πλατύτατο κοινωνικό συναίσθημα που περιλαμβάνει και το δικό μας».
Ποτισμένος από τη βαθιά πεποίθηση ότι ο κόσμος μπορεί και πρέπει να γίνει καλύτερος και ο καθένας μπορεί και πρέπει να κάνει κάτι γι' αυτό, ο Λοΐζος υπήρξε ο πιο γενναιόδωρος μελωδός των μικρών στιγμών και των μεγάλων ελπίδων.
Ακόμα και όταν, μέσα στην έξαρση της αποχουντοποίησης, τον Δεκέμβρη του 1974, γράφει για το διαχρονικό παιχνίδι της εξουσίας και της υποταγής, ο Λοΐζος προτιμά να το αφηγηθεί σαν ένα παιδικό παραμύθι, τον «Μέρμηγκα» - πόσο ευρηματική αντίστιξη με τον σκληρό σαρκασμό της ιστορίας!
Ομως, κανένα τραγούδι του δεν υπήρξε πιο ανεπιφύλακτα ελπιδοφόρο από το «Καλημέρα ήλιε» του ομώνυμου δίσκου, που είχε κυκλοφορήσει λίγους μήνες πριν, με τον ήλιο να «γελά και ν' αμολιέται στα στενά», όπου θα τον ακολουθούσε σε λίγο ο κόσμος της μεταπολίτευσης. «Πάνω στις στέγες, μέσα στις καρδιές», οι φυσικοί και ψυχικοί τόποι γίνονται ένα στα τραγούδια του Λοΐζου, γιατί έτσι αντιλαμβανόταν τη ζωή, σαν έναν τόπο που αξίζει να ζεις με την καρδιά σου.