Στη συνέντευξη (του Γιάννη Ντάσκα)
με τον Βασίλη Καπερνάρο, τον δικηγόρο δεκαετιών που, αν και έχει περάσει από όλα τα ΜΜΕ, δεν διστάζει να χρησιμοποιεί τον τίτλο Μέσα Μαζικής Παραπληροφόρησης –τον τιμά το θάρρος του–, επιλέξαμε να βάλουμε ως υπότιτλο τη συγκεκριμένη φράση.
Μετά την επιλογή, συνειδητοποιήσαμε ότι η φράση αυτή, όπως την κόψαμε, θα μπορούσε να είναι μέρος μια ποιητικής αναφοράς. Και να τα λέει όλα. Και προς τα έξω, αλλά και προς τα μέσα. Στην ομάδα εκείνη των πολιτικών, επιχειρηματιών, δημοσιογράφων που με νοοτροπία ραγιά (μιλάει και γι’ αυτό) είναι έτοιμοι να πουλήσουν το «οικόπεδο» και ας είναι πάνω σ’ αυτό και η… μάνα τους. Οι απαντήσεις του στα μόνο 15 ερωτήματα είναι ποταμός, αλλά από αυτούς που έχει ανάγκη ο τόπος. Δεν τον λογοκρίνουμε. Θα τον διαβάσετε σε δύο συνέχειες.
Σας ακούσαμε στο Ράδιο Alpha να λέτε ότι, αν συναντούσατε ποτέ τη Μέρκελ, τον σύζυγό της ή τα παιδιά της, ως Έλληνας πολίτης που υπέστη όσα υπέστη και υφίσταται, θα αντιδρούσατε με τρόπο που θα τους έκανε κακό. Περιγράψτε μας, λοιπόν, πώς φαντάζεστε την εξέλιξη μιας τυχαίας συνάντησης με την οικογένεια Μέρκελ σε μια παραλία ή σε μια καφετέρια ή στον δρόμο.
Υποθέτω πως δεν θα βρισκόμουν ποτέ στην ίδια παραλία με την κυρία Μέρκελ, ωστόσο, θα ήμουν ευτυχής αν μου δινόταν η ευκαιρία να τη συναντήσω σε ένα σκηνικό, όπως το έχετε προκαθορίσει στην ερώτησή σας: οικογενειακά! Πιθανολογώ πως κατ’ αυτόν τον τρόπο θα περιορίζονταν οι πιθανότητες να φερθώ όσο σκαιά θα ήθελα. Από την άλλη, αυτή την έννοια της οικογένειας δεν έχω τη βεβαιότητα ότι η κυρία Μέρκελ ασπάζεται τον τρόπο με τον οποίο την αντιλαμβάνομαι εγώ ως Έλλην. Γιατί τότε δεν θα επέτρεπε σε κανέναν γονιό, υπό το βάρος των δικών της επιταγών, να στερεί τα προς το ζην από τα παιδιά του. Η ίδια, άλλωστε, δεν έχει παιδιά και αυτό είναι ένα ελπιδοφόρο μήνυμα για την ανθρωπότητα που θα αποφύγει τη διαιώνιση αυτού του τύπου ανθρώπου. Πρόσφατα, διάβασα στο περιοδικό «Crash» τη συνέντευξη της άλλοτε στενής συνεργάτιδάς της Γκέρτρουντ Χέλερ, η οποία της απέδωσε τον τίτλο της «ΝΟΝΑΣ» και αναφέρει χαρακτηριστικά πως «έχει εγκαθιδρύσει ένα αυταρχικό απολυταρχικό καθεστώς του οποίου όμοιο δεν έχει γνωρίσει η Γερμανία» μεταξύ πολλών άλλων ουδόλως κολακευτικών περιγραφών για τον χαρακτήρα και τις επιλογές της. Αλλά ακόμα και αυτή η πληθώρα των πληροφοριών δεν με βοήθησαν να αντιληφθώ ποια ιδεολογία, ποια πιστεύω, ποιες αρχές της την κάνουν να θεωρεί ότι εγώ, εσείς, εμείς οι Έλληνες είμαστε προς πώληση; Για να επανέλθω στο ερώτημά σας, λοιπόν, σε περίπτωση που η ψυχραιμία μου αποδεικνυόταν ικανή να καταστείλει την επιθυμία μου να της φερθώ όσο οργισμένα της πρέπει, θα περιοριζόμουν στο να την πληροφορήσω ότι αυτό που στα μάτια της φαντάζει ως οικόπεδο για μένα είναι πατρίδα. Και οι δικοί της αριθμοί είναι για μένα άνθρωποι χωρίς χαμόγελο και ελπίδα.
Η Ελλάδα είχε για χρόνια το δόγμα «ανήκουμε στη Δύση» και έτσι δικαιολογούσε το γεγονός ότι η Δύση τη χρησιμοποιούσε ως ανάχωμα στο σοβιετικό μπλοκ. Σήμερα, η Δύση υπερασπίζεται την Ιστορία και την προσφορά της Ελλάδας διαχρονικά και το δόγμα αυτό έχει νόημα ή θα μπορούσε να αναζητήσει η Ελλάδα ισορροπίες και σε άλλα σημεία του ορίζοντα, π.χ. στον Βορρά;
Δεν είμαι αιθεροβάμων. Θέλω πάντοτε να είμαι ρεαλιστής, ωστόσο, δεν μπορώ να μην εκφράσω τη βαθιά επιθυμία μου, εκείνο που ιδεατά θα ήθελα να βιώνουμε ως πραγματικότητα σε αυτήν τη χώρα. Ο Έλληνας δεν θα έπρεπε να έχει ανάγκη από συμμαχίες, δυτικές, ανατολικές, βόρειες ή νότιες. Οι συμμαχίες είναι εκείνες που θα έπρεπε να έχουν ανάγκη και να επιδιώκουν τη δική μας συμμαχική υποστήριξη. Δεν μιλώ για απομονωτισμό, για μην παρεξηγηθώ. Με τη σπουδαία γεωπολιτική της θέση εξασφαλισμένη και μια ριζική παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας, ούσα πλέον αυτάρκης και ισχυρή, θα αποτελούσε δέλεαρ για κάθε επίδοξο σύμμαχο. Η Ελλάδα ανήκει στην Ιστορία της, στον πολιτισμό της και στα τέκνα της. Δεν ανήκει ούτε στη Δύση ούτε σε κανένα άλλο σημείο του ορίζοντα. Μπορούμε και η εποχή το απαιτεί να έχουμε συμμάχους, αλλά πάντοτε διατηρώντας μία ισχυρή και αδιάβλητη εθνική ταυτότητα.
Πως τα φτιάχνουν τώρα Θεέ μου τ' αυτοκίνητα...
Το κόμμα σας, μετά από τις εκλογές και την εμπειρία στη Βουλή, επιμένει στις προεκλογικές θέσεις του για σκληρή, δηλαδή αντιμνημονιακή, πορεία ή θεωρείτε ότι θα μπορούσατε να διαπραγματευτείτε κάποια ζητήματα;
Είναι σαφές και απολύτως ξεκαθαρισμένο από τον πρόεδρο του κινήματός μας, αλλά και από όλους εμάς τους Ανεξάρτητους Έλληνες, ότι η μόνη λύση είναι η καταγγελία των μνημονίων και η κατάργηση των επαίσχυντων νόμων που απορρέουν από αυτά. Η μνημονιακή πορεία της χώρας εξ ορισμού καθιστά αδύνατη τη διαπραγμάτευση. Οδηγεί σε ένα αδιέξοδο, εξαρχής ορατό, που δεν μπορεί κανείς εκ των συναινούντων να ισχυριστεί ότι δεν το είδε. Μας βύθισαν στη φενάκη των κούφιων προεκλογικών υποσχέσεων περί επαναδιαπραγμάτευσης που γνώριζαν ότι δεν μπορούσε να υλοποιηθεί.
Πώς βλέπετε τη λειτουργία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στην Ελλάδα;
Ζούμε στην εποχή της καθοδηγούμενης ενημέρωσης και η κρίση που βιώνει η χώρα ενισχύει τη σημερινή κατάντια των ΜΜΕ. Η οικονομική δυσπραγία καθιστά τους ανθρώπους των μέσων πιόνια στα σχέδια των ισχυρών, οι οποίοι φοβούνται την αφύπνιση του κόσμου που γίνεται δυνατή μόνο μέσω της έγκυρης ενημέρωσης. Τρανό παράδειγμα της σήψης των Μέσων Μαζικής Παραπληροφόρησης, όπως συνηθίζω να τα αποκαλώ, αποτελούν οι πρόσφατες εκλογές, που ώθησαν τον κόσμο να ψηφίσει συγκεκριμένα κόμματα κάνοντας συνεχώς αναφορές στη δήθεν απειλούμενη παραμονή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ. Βεβαίως, επειδή δεν αποδέχομαι το «τσουβάλιασμα», υπάρχουν ακόμα δημοσιογράφοι και εκδότες που παραμένουν πιστοί στο καθήκον τους και σέβονται το λειτούργημά τους. Ακόμα κι έτσι, όμως, οι πολίτες είναι αναγκασμένοι, όταν αναζητούν την αλήθεια, να διπλοτσεκάρουν τις σκοπιμότητες, τις προθέσεις και τα κίνητρα.
Είστε έμπειρος επαγγελματίας και νέος βουλευτής. Πείτε μας τις σκέψεις σας μόλις μπήκατε στον ναό της Δημοκρατίας ως νεοεκλεγμένος, αλλά και εκείνες που κάνετε σήμερα.
Είμαι από τους ανθρώπους που βγήκαν από τη βολή τους. Δεν ήμουν ποτέ σε κάποιον καναπέ, είμαι άνθρωπος της πιάτσας και της καθημερινής μάχης. Σηκώθηκα, λοιπόν, από την καρέκλα του γραφείου μου, αν θέλετε, και ασχολήθηκα με την πολιτική αγανακτισμένος και εξοργισμένος, αποφασισμένος να αντισταθώ στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, την οποία αρνούμαι να αποδεχτώ. Δεν άντεξα να παρακολουθώ άπραγος τις δραματικές εξελίξεις. Σε αυτήν τη χώρα μεγαλώνω τα παιδιά μου. Αυτός ο τόπος με σπούδασε, μου έδωσε τα απαραίτητα εφόδια για να εργαστώ και να ζω με αξιοπρέπεια. Είναι η ώρα μου να του προσφέρω κι εγώ ό,τι έχω και όπως μπορώ. Με πολύ μεγάλη βεβαιότητα σας λέω ότι δεν έχω αναθεωρήσει την απόφασή μου, δεν έχω μετανιώσει, παρόλο που σίγουρα έχω απογοητευτεί από τον τρόπο που υποτιμάται η διαδικασία του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Έχουμε Δημοκρατία στην Ελλάδα μεταπολιτευτικά και η λειτουργία της είναι ίδια στα πρώτα χρόνια μετά τη Χούντα με το σήμερα;
Αυτό που ονομάζουμε Δημοκρατία και που υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα διαφέρει από τη Δημοκρατία όπως αυτή ορίζεται από το Σύνταγμά μας. Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι: Στο Σύνταγμα των Ελλήνων είναι σαφής ο διαχωρισμός των εξουσιών. Σήμερα, όμως, τι συμβαίνει; Η εκτελεστική εξουσία επεμβαίνει- παρεμβαίνει ασύστολα στο έργο και της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες και δεν θα αναφερθώ σε περιστατικά, γιατί λίγο ή πολύ είναι γνωστά σε όλους. Η Δικαιοσύνη δεν είναι στις μέρες μας ανεξάρτητη, όπως θα έπρεπε και όπως σαφώς υποδεικνύει το Σύνταγμά μας. Και αυτός ο παρεμβατισμός είναι όχι μόνο επικίνδυνος, αλλά και ύποπτος. Πώς μπορούμε να μιλάμε, λοιπόν, για Δημοκρατία και Δικαιοσύνη, όταν ο Μιλτιάδης Παπαϊωάννου επί των ημερών του πίεζε τους οικονομικούς εισαγγελείς να κλείσουν τον φάκελο με τα CDS του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου;
Είστε δικηγόρος και, μάλιστα, σε πολύ σοβαρές υποθέσεις για δεκαετίες. Η Siemens ήταν από μόνη της ένα τεράστιο σκάνδαλο από τις αρχές της δεκαετίες του 1950 και, μάλιστα, και τότε έριξε μέσα από σύστημα δωροδοκιών πολιτικά πρόσωπα της κυβέρνησης Καραμανλή. Με τη Χούντα έφτιαξε και εργοστάσιο και με τη Δημοκρατία τώρα πήρε μια συμφωνία που δεν θα έπαιρνε ούτε στη Ζιμπάμπουε, όπως δεν την πήρε ούτε στη Νιγηρία. Τα παίρνουν διαχρονικά και διακομματικά λίγοι και ελέγχουν τους πολλούς; Τα παίρνουν πολλοί και μένουν λίγοι να αντιδράσουν ή μήπως υπάρχει και άλλη εξήγηση για την κατάληξη του σκανδάλου;