Η Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας του Τριωδίου (Κρεατινής) ονομάζεται Τσικνοπέμπτη ή Τσικνοπέφτη.
Σαν σήμερα είθισται όλα τα σπίτια να ψήνουν κρέας ή (παλαιότερα) έλιωναν το λίπος από τα χοιρινά και ο μυρωδάτος καπνός (τσίκνα) ήταν διάχυτος παντού.
Από αυτή την τσίκνα έχει πάρει και το όνομά της η Πέμπτη...
Το έθιμο χάνεται στα βάθη των αιώνων, χωρίς να γνωρίζουμε την προέλευσή του. Εικάζεται, όμως, ότι προέρχεται από τις βακχικές γιορτές των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων,που επιβίωσαν του Χριστιανισμού.
Ανάλογες γιορτές υπάρχουν στη Γερμανία (Schmutziger Donnerstag = Λιπαρή Πέμπτη) και στη Νέα Ορλεάνη των ΗΠΑ (Mardi Gras = Λιπαρή Τρίτη), που συνδυάζονται με καρναβαλικές εκδηλώσεις.
Σύμφωνα με τον λαογράφο Δημήτριο Λουκάτο, το φαγοπότι και το γλέντι της ημέρας είναι «ομοιοπαθητικές προσπάθειες για την ευφορία της γης».
Πέρα από το ψήσιμο του κρέατος...Όπως ο κάθε τόπος έχει τις δικές του ιδιαίτερες συνήθειες εορτασμού,έτσι και σε όλη την περιφέρεια της Πελοποννήσου την Τσικνοπέμπτη έσφαζαν χοιρινά,από τα οποία έφτιαχναν λογιών λογιών καλούδια.
Η πηχτή, οι τσιγαρίδες, τα λουκάνικα, η γουρναλοιφή και το παστό είναι ορισμένα από αυτά.
Το παστό της Τσικνοπέμπτης
Η Τσικνοπέφτη ήταν η μέρα που ετοίμαζαν το "παστό". Έβραζαν το λίπος με λίγο νερό, ραντίζοντάς το συγχρόνως με νερό.
Το σούρωναν στη συνέχεια. Αυτή ήταν η "γουρναλοιφή".
Φυλαγόταν σε δοχεία (πήλινα). Χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα για όλη τη χρονιά. Στον πάτο του λεβετιού (καζανιού) έμεναν οι τσιγαρίδες που νοστιμίζαν τα φαγητά (με χόρτα, αυγά, όσπρια).
Σε λεβέτι έβραζαν το κρέας με λίγο κρασί για να βγάλει λίπος, που με αυτό έβραζε.
Έριχναν τα μπαχαρικά για νοστιμάδα κα τα λουκάνικα, αφού τα καθάριζαν από την καπνιά. Πρόσεχαν μη τσικνιστούν γιατί θα χάλαγε όλο το παστό.
Μετά το βράσιμο καθάριζαν το κρέας από τα κόκαλα, έκοβαν τα λουκάνικα και τα τοποθετούσαν σε λαγήνες (δοχεία πήλινα), και τα περιέχεαν με λίπος για να σκεπαστούν οι μεζέδες.
Ήταν το φαγητό για όλο το χρόνο. Μ'αυτό φίλευαν και τους ξένους. Ονομαστό φαγητό από παστό ήταν οι καγιανάδες, οι αλιμοκαγιανάδες με κρεμύδι κι αυγά.
Στην Πάτρα ξακουστό είναι το έθιμο της Κουλουρούς.
Η Γιαννούλα η Κουλουρού πιστεύει λανθασμένα δύο πράγματα. Το πρώτο ότι ο Ναύαρχος Ουίλσων είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της και το δεύτερο ότι έρχεται να την παντρευτεί.
Έτσι λοιπόν, ντύνεται νύφη και με την συνοδεία των Πατρινών πηγαίνει στο λιμάνι της πόλης για να προϋπαντήσει τον καλό της.
Γύρω της ο κόσμος ξεφαντώνει και διασκεδάζει με τα καμώματα της.
Σαν σήμερα είθισται όλα τα σπίτια να ψήνουν κρέας ή (παλαιότερα) έλιωναν το λίπος από τα χοιρινά και ο μυρωδάτος καπνός (τσίκνα) ήταν διάχυτος παντού.
Από αυτή την τσίκνα έχει πάρει και το όνομά της η Πέμπτη...
Το έθιμο χάνεται στα βάθη των αιώνων, χωρίς να γνωρίζουμε την προέλευσή του. Εικάζεται, όμως, ότι προέρχεται από τις βακχικές γιορτές των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων,που επιβίωσαν του Χριστιανισμού.
Ανάλογες γιορτές υπάρχουν στη Γερμανία (Schmutziger Donnerstag = Λιπαρή Πέμπτη) και στη Νέα Ορλεάνη των ΗΠΑ (Mardi Gras = Λιπαρή Τρίτη), που συνδυάζονται με καρναβαλικές εκδηλώσεις.
Σύμφωνα με τον λαογράφο Δημήτριο Λουκάτο, το φαγοπότι και το γλέντι της ημέρας είναι «ομοιοπαθητικές προσπάθειες για την ευφορία της γης».
Πέρα από το ψήσιμο του κρέατος...Όπως ο κάθε τόπος έχει τις δικές του ιδιαίτερες συνήθειες εορτασμού,έτσι και σε όλη την περιφέρεια της Πελοποννήσου την Τσικνοπέμπτη έσφαζαν χοιρινά,από τα οποία έφτιαχναν λογιών λογιών καλούδια.
Η πηχτή, οι τσιγαρίδες, τα λουκάνικα, η γουρναλοιφή και το παστό είναι ορισμένα από αυτά.
Το παστό της Τσικνοπέμπτης
Η Τσικνοπέφτη ήταν η μέρα που ετοίμαζαν το "παστό". Έβραζαν το λίπος με λίγο νερό, ραντίζοντάς το συγχρόνως με νερό.
Το σούρωναν στη συνέχεια. Αυτή ήταν η "γουρναλοιφή".
Φυλαγόταν σε δοχεία (πήλινα). Χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα για όλη τη χρονιά. Στον πάτο του λεβετιού (καζανιού) έμεναν οι τσιγαρίδες που νοστιμίζαν τα φαγητά (με χόρτα, αυγά, όσπρια).
Σε λεβέτι έβραζαν το κρέας με λίγο κρασί για να βγάλει λίπος, που με αυτό έβραζε.
Έριχναν τα μπαχαρικά για νοστιμάδα κα τα λουκάνικα, αφού τα καθάριζαν από την καπνιά. Πρόσεχαν μη τσικνιστούν γιατί θα χάλαγε όλο το παστό.
Μετά το βράσιμο καθάριζαν το κρέας από τα κόκαλα, έκοβαν τα λουκάνικα και τα τοποθετούσαν σε λαγήνες (δοχεία πήλινα), και τα περιέχεαν με λίπος για να σκεπαστούν οι μεζέδες.
Ήταν το φαγητό για όλο το χρόνο. Μ'αυτό φίλευαν και τους ξένους. Ονομαστό φαγητό από παστό ήταν οι καγιανάδες, οι αλιμοκαγιανάδες με κρεμύδι κι αυγά.
Στην Πάτρα ξακουστό είναι το έθιμο της Κουλουρούς.
Η Γιαννούλα η Κουλουρού πιστεύει λανθασμένα δύο πράγματα. Το πρώτο ότι ο Ναύαρχος Ουίλσων είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της και το δεύτερο ότι έρχεται να την παντρευτεί.
Έτσι λοιπόν, ντύνεται νύφη και με την συνοδεία των Πατρινών πηγαίνει στο λιμάνι της πόλης για να προϋπαντήσει τον καλό της.
Γύρω της ο κόσμος ξεφαντώνει και διασκεδάζει με τα καμώματα της.