«Καρδιά» της είναι το άρθρο 2, που καθορίζει με ακρίβεια τα βήματα στην πορεία ένταξης της ΠΓΔΜ σε ΝΑΤΟ και ΕΕ
Αδιαμφισβήτητα, όμως, αυτό που ξεχωρίζει είναι το άρθρο 2 της συμφωνίας, όπου καταγράφονται αναλυτικά οι «εγγυήσεις» από την πλευρά της Ελλάδας ότι θα στηρίξει την ένταξη της ΠΓΔΜ στους δύο ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, όπως και τα χρονοδιαγράμματα της ενταξιακής διαδικασίας.
Ανάμεσα σε άλλα, εκεί καταγράφεται:
«Το Πρώτο Μέρος (σ.σ. Ελλάδα) συμφωνεί να μην αντιταχθεί στην υποψηφιότητα ή την ένταξη του Δεύτερου Μέρους, υπό το όνομα και τις ορολογίες του Αρθρου 1 της παρούσας Συμφωνίας, σε διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς Οργανισμούς και θεσμούς, όπου το Πρώτο Μέρος είναι μέλος (...)
Από τη θέση σε ισχύ της παρούσας Συμφωνίας κατ' εφαρμογή του Αρθρου 1 αυτής, το Πρώτο Μέρος θα κυρώσει οποιαδήποτε Συμφωνία εισδοχής του Δεύτερου Μέρους σε διεθνείς Οργανισμούς, στους οποίους το Πρώτο Μέρος είναι μέλος.
Ειδικότερα αναφορικά με τις διαδικασίες ενσωμάτωσης του Δεύτερου Μέρους στην ΕΕ και τον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), τα ακόλουθα θα ισχύσουν:
α) Το Δεύτερο Μέρος θα επιδιώξει ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ υπό το όνομα και τις ορολογίες του Αρθρου 1 της παρούσας Συμφωνίας. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ θα λάβει χώρα υπό το ίδιο όνομα και ορολογίες.
β) Με τη λήψη της γνωστοποίησης της κύρωσης της παρούσας Συμφωνίας από το Κοινοβούλιο του Δεύτερου Μέρους, το Πρώτο Μέρος χωρίς καθυστέρηση:
(i) θα γνωστοποιήσει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της ΕΕ ότι υποστηρίζει την έναρξη των ενταξιακών στην ΕΕ διαπραγματεύσεων του Δεύτερου Μέρους υπό το όνομα και τις ορολογίες του Αρθρου 1 της παρούσας Συμφωνίας,
(ii) θα γνωστοποιήσει στον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ ότι υποστηρίζει να απευθυνθεί από το ΝΑΤΟ προς το Δεύτερο Μέρος πρόσκληση ένταξης...».
«Με το νι και με το σίγμα» καταγράφεται και το υπόλοιπο χρονοδιάγραμμα για την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Θυμίζουμε ότι οι σχετικές επιστολές από την πλευρά της κυβέρνησης επιδόθηκαν από την πρώτη στιγμή στο ΝΑΤΟ, που στη Σύνοδό του τον περασμένο Ιούλη προχώρησε και επισήμως στην πρόσκληση έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων προς την ΠΓΔΜ.
Ολοι πλήρως ευθυγραμμισμένοι
Γι' αυτό το κραυγαλέο άρθρο της συμφωνίας δεν αρθρώνουν λέξη ούτε η κυβέρνηση ούτε κανένα από τα άλλα κόμματα που υποτίθεται ότι διαφωνούν και λένε ότι θα την καταψηφίσουν. Κοσμοπολίτες και εθνικιστές, κανείς τους δεν αμφισβητεί το στόχο της «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης» που υπηρετεί η συμφωνία.
Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, προσπαθεί να υποβαθμίσει το συγκεκριμένο άρθρο. Σε δηλώσεις τους, μάλιστα, υπουργοί και στελέχη της ισχυρίζονται ότι το άρθρο αυτό απλά ικανοποιεί τη θέληση του λαού της ΠΓΔΜ να γίνει η χώρα τους μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, πράγμα που η Ελλάδα δεν έχει κανέναν λόγο να εμποδίσει.
Με τέτοιες σοφιστείες και μπαγαποντιές προσπαθούν να κρύψουν ότι έχουν αναλάβει βρώμικο ρόλο και αποστολή από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ να σπρώξουν μπροστά τον ευρωατλαντικό σχεδιασμό στα Βαλκάνια, με την ένταξη και της ΠΓΔΜ στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις. Με την υλοποίηση αυτού του σχεδιασμού, η αστική τάξη στην Ελλάδα, το παλιότερο κράτος - μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην περιοχή, συναρτά την αναβάθμισή της στην περιοχή.
Εδαφος για να φυτρώνει ο αλυτρωτισμός...
Οι αναφορές σε «μακεδονική» ιθαγένεια και γλώσσα αφήνουν περιθώρια για μελλοντικές αμφισβητήσεις και τροφοδοτούν τον εθνικισμό στα δύο κράτη
Η συμφωνία - σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται η κυβέρνηση - διατηρεί ολοζώντανο το «σπέρμα» του αλυτρωτισμού, κυρίως στα σημεία εκείνα όπου κατοχυρώνονται όροι όπως «μακεδονική ιθαγένεια» («nationality» στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο της συμφωνίας) και «μακεδονική γλώσσα».
Συγκεκριμένα, πέρα από την αλλαγή του ονόματος της γείτονος σε «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», που θα ισχύει «erga omnes», το άρθρο 1 της συμφωνίας ορίζει ότι η ιθαγένεια (nationality) του δεύτερου μέρους θα είναι «Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» και έτσι θα εγγράφεται σε όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφα, ενώ η επίσημη γλώσσα θα είναι η «μακεδονική» γλώσσα.
Στη συνέχεια, γίνεται προσπάθεια να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις από την αναγνώριση «μακεδονικής» ιθαγένειας και γλώσσας, με διαχωρισμό από την αρχαία ιστορία της Μακεδονίας. Να σημειωθεί εδώ ότι η κυβέρνηση υπερασπίζεται τα στοιχεία αυτά της συμφωνίας με το αντιδραστικό ιδεολόγημα του «αυτοπροσδιορισμού», που ανοίγει την πόρτα για κάθε λογής επικίνδυνα σχέδια. Το ίδιο πρόβλημα γεννάνε και οι αναφορές στον «μακεδονικό λαό».
Αυτό το πρόβλημα δεν αλλάζει ούτε από τη ρηματική διακοίνωση που απέστειλε την περασμένη Τετάρτη στην Ελλάδα το υπουργείο Εξωτερικών της γειτονικής χώρας, για να ενημερώσει ότι ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες της συνταγματικής αναθεώρησης.
Το κείμενο αυτό κατέθεσε ο Ελληνας πρωθυπουργός στα πρακτικά της Βουλής, στην αντιπαράθεσή του με τη ΝΔ, παρουσιάζοντάς το ως δήθεν τεκμήριο ότι τελειώνει το ζήτημα της «εθνικότητας» ή της «γλώσσας».
Σύμφωνα με το κείμενο: «Το ΥΠΕΞ της Δημοκρατίας της Μακεδονίας σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα της Συμφωνίας (σ.σ. των Πρεσπών) δηλώνει ότι ο όρος "εθνικότητα" (nationality) του δεύτερου μέρους (σ.σ. της ΠΓΔΜ) όπως ορίζεται από άρθρο 1 (3)(β) της Συμφωνίας ως "Μακεδόνας/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας" αναφέρεται αποκλειστικά σε ιθαγένεια (citizenship) και δεν καθορίζει ούτε προδικάζει εθνική ένταξη/εθνότητα (ethnicity), όπως διατυπώνεται στο άρθρο 2(2) του Συνταγματικού νόμου για την υιοθέτηση των συνταγματικών τροποποιήσεων 34, 35, 36, 37 στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Το υπουργείο επίσης σημειώνει ότι όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 (3), άρθρο (7) και ειδικότερα στο άρθρο 7 (3) και (4) με την "μακεδονική γλώσσα" γίνεται αναφορά στην επίσημη γλώσσα του δεύτερου μέρους όπως έχει αναγνωρισθεί στην 3η Διάσκεψη του ΟΗΕ για τον Προσδιορισμό Γεωγραφικών Ονομάτων που έγινε το 1977 στην Αθήνα, που είναι μέσα στην ομάδα των νοτιοσλαβικών γλωσσών».
Μεγάλα ερωτήματα και ανησυχίες
Τα ερωτήματα που προκύπτουν από την επιλογή αυτών των όρων στη συμφωνία είναι πολλά, καθώς στη μεν ΠΓΔΜ αξιοποιούνται από την κυβέρνηση Ζάεφ για να πιστοποιήσουν την αναγνώριση της «μακεδονικής» ταυτότητας και γλώσσας, στη δε Ελλάδα αξιοποιούνται από εθνικιστικές κυρίως δυνάμεις, για να αποδείξουν ότι προσβάλλεται η «ελληνικότητα της μίας και μοναδικής Μακεδονίας».
Μακεδονικό έθνος δεν υπήρξε ποτέ στη Βαλκανική, ούτε βέβαια μακεδονική γλώσσα. Και μόνο το γεγονός ότι ο όρος «Μακεδόνας» συνεχίζει να υπάρχει για τον προσδιορισμό των κατοίκων της συγκεκριμένης χώρας, έστω και με τον «μανδύα» της ιθαγένειας, γεννάει πολλά ερωτήματα και ανησυχίες για το πώς μπορεί να αξιοποιηθεί στο μέλλον. Το ίδιο και οι αναφορές σε «μακεδονική» γλώσσα.
Το βέβαιο είναι ότι η χρήση αυτών των όρων κρατάει ζωντανή τη συζήτηση περί «μακεδονικού» έθνους και επομένως μπορεί μελλοντικά να αξιοποιηθεί για διεκδικήσεις και αμφισβητήσεις σε βάρος γειτονικών κρατών. Ετσι, από τη μια μπορούν να σηκωθούν ζητήματα αναζήτησης «ομογενών Μακεδόνων» σε γειτονικά κράτη, ενώ από την άλλη π.χ. στην Ελλάδα να σηκωθούν εθνικιστικές κορόνες με το εξίσου ανιστόρητο «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική».
Το έργο το έχουν δει πολλές φορές στο παρελθόν οι λαοί των Βαλκανίων, που έγιναν θύματα στις μυλόπετρες του ανταγωνισμού των αστικών τάξεων και των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών, με το «διαίρει και βασίλευε» που βασίζεται στην υποδαύλιση εθνικισμών και αλυτρωτισμών, με την αξιοποίηση υπαρκτών ή μη μειονοτικών ζητημάτων.
Η τροπολογία 36
Στην τροπολογία 36, που ψηφίστηκε στη Βουλή της ΠΓΔΜ, γίνεται αναφορά στην προστασία, εγγύηση και καλλιέργεια των «ιδιαιτεροτήτων» και της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς του «μακεδονικού λαού». Γίνεται επίσης αναφορά στην «προστασία των συμφερόντων των υπηκόων που ζουν ή διαμένουν στο εξωτερικό».
Παρακάτω καταγράφεται πως η Πολιτεία «μεριμνά για τη διασπορά του μακεδονικού λαού και για μέρος του αλβανικού λαού, του τουρκικού λαού, του βλάχικου λαού, του σερβικού λαού, του λαού των Ρομά, του βοσνιακού λαού και των άλλων και καλλιεργεί και προωθεί τους δεσμούς με την πατρίδα».
Το σημείο αυτό βεβαίως υποτίθεται ότι ανταποκρίνεται στον «πολυεθνικό» χαρακτήρα του κράτους, όμως δημιουργεί πολλά εύλογα ερωτήματα για πιθανές ερμηνείες της στο μέλλον, με δεδομένο ότι εμφανίζεται το κράτος της ΠΓΔΜ να «μεριμνά» για έθνη και εθνότητες που βρίσκονται σε όλο τον βαλκανικό χώρο.
Αν και διαβεβαιώνεται ότι το κράτος στην ΠΓΔΜ «δεν θα αναμειγνύεται στα κυριαρχικά δικαιώματα άλλων κρατών και στις εσωτερικές τους υποθέσεις».
Αναθεώρηση του Συντάγματος και αμφισβητούμενες ερμηνείες
Οι τέσσερις βασικές συνταγματικές τροποποιήσεις που ψηφίστηκαν στις 11/1/2019 από 81 βουλευτές του 120μελούς Κοινοβουλίου της ΠΓΔΜ ήταν αποτέλεσμα σκληρών παζαριών, τόσο με τους οκτώ βουλευτές που διαφοροποιήθηκαν από την αξιωματική αντιπολίτευση του εθνικιστικού VMRO - DPMNE, όσο και με μικρότερα αντιπολιτευόμενα κόμματα της αλβανόφωνης μειονότητας (BESA, AA).
Ταυτόχρονα, τα παζάρια της τελευταίας στιγμής, κυρίως ανάμεσα στον σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργό Ζόραν Ζάεφ και το BESA, ανέδειξαν την πολυεθνοτική φύση του κράτους, που μπορεί μελλοντικά να αξιοποιηθεί από ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ως εργαλείο για το γνωστό «διαίρει και βασίλευε».
Πάντως, στον συνοδευτικό συνταγματικό νόμο - που ουσιαστικά δίνει νομική ισχύ στις τροποποιήσεις - δεν θα μπορούσε να διατυπωθεί πιο ξεκάθαρα το ουσιαστικό: Οτι βασικός στόχος της συμφωνίας ΠΓΔΜ - Ελλάδας είναι η ένταξη της πρώτης στο ΝΑΤΟ.
Σημειώνεται επί λέξει: «Οι τροπολογίες αυτές (33, 34, 35, 36) αποτελούν συστατικό μέρος του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και τίθενται σε ισχύ με τη θέση σε ισχύ της Τελικής Συμφωνίας για την επίλυση των διαφορών που περιγράφονται στις Αποφάσεις 817 (1993) και 845 (1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, για την παύση της ισχύος της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και για την εγκαθίδρυση στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ των μερών και την κύρωση του Πρωτοκόλλου ένταξης στο ΝΑΤΟ από το Πρώτο Μέρος της Τελικής Συμφωνίας».
Συνταγματικές αλλαγές και τροπολογίες
Ειδικότερα, μεταξύ των αλλαγών που δρομολόγησε στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας η συμφωνία των Πρεσπών, ξεχωρίζουν:
- Η μετονομασία της χώρας σε «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας»και η αντικατάσταση της λέξης «Μακεδονία» από τις λέξεις «Βόρεια Μακεδονία» εκτός από το άρθρο 36 του Συντάγματος (αλλαγή με την τροπολογία 33).
- Στην τροπολογία 35 επισημαίνεται πως «η Πολιτεία σέβεται την κυριαρχία, την εδαφική ακεραιότητα και την πολιτική ανεξαρτησία των γειτονικών κρατών».
Στον συνοδευτικό συνταγματικό εφαρμοστικό νόμο που συνοδεύει τις τροποποιήσεις ξεχωρίζουν:
- Η αναφορά σε «μακεδονική ιθαγένεια»και στον καθορισμό του «πολίτη της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας».Ωστόσο, διευκρινίζεται πως στα προσωπικά έγγραφα και ταξιδιωτικά έγγραφα των (Σλαβομακεδόνων) πολιτών θα αναγράφεται στη «μακεδονική γλώσσα» και στην κυριλλική της γραφή. Στα προσωπικά και ταξιδιωτικά έγγραφα των πολιτών «που μιλούν επίσημη γλώσσα διαφορετική από τη μακεδονική γλώσσα και την κυριλλική της γραφή, θα αναγράφεται στη μακεδονική γλώσσα και την κυριλλική της γραφή και σε αυτήν τη γλώσσα και τη γραφή της, και το ίδιο θα ισχύει σε αυτήν τη γλώσσα σε όλους τους νόμους που πρέπει να εφαρμοστεί». Π.χ. για Αλβανούς της ΠΓΔΜ θα αναγράφεται η υπηκοότητα και στην κυριλλική και στη λατινική γραφή. Σημειώνεται επίσης ότι η «εναρμόνιση» των υφιστάμενων επίσημων εγγραφών στη νέα ονομασία της χώρας θα ολοκληρωθεί έως το 2024.
- Στις αλλαγές της τελευταίας στιγμής συγκαταλέγεται και η αναφορά στην «κυριαρχία, την εδαφική ακεραιότητα και την πολιτική ανεξαρτησία των γειτονικών χωρών: Δημοκρατία της Αλβανίας, Δημοκρατία της Βουλγαρίας, Ελληνική Δημοκρατία, Δημοκρατία του Κοσσόβου και Δημοκρατία της Σερβίας».
Με τον τρόπο αυτό - και μάλιστα σε αναφορά που υποτίθεται ότι αφορά την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας γειτονικών κρατών - καταγράφεται στο Σύνταγμα η αναγνώριση του προτεκτοράτου του Κοσσυφοπεδίου, ώστε να αποφευχθούν «απρόβλεπτες εμπλοκές» μελλοντικά στην ένταξη της χώρας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς (ΝΑΤΟ - ΕΕ), την οποία επιθυμούν όλα τα αστικά κόμματα, και ο Πρόεδρος της χώρας Γκιόργκι Ιβάνοφ, παρ' όλη τη διαφωνία του στη συμφωνία.
Οι πρόσφατες ρωσικές αμφισβητήσεις της νομιμότητας των συνταγματικών τροπολογιών στη γειτονική χώρα και οι απειλές ότι θα θέσει το ζήτημα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, αν μη τι άλλο, επιβεβαιώνουν το γεγονός της επικίνδυνης ενδοϊμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης που θα κλιμακωθεί.